σύμμετρα μεγέθη

σύμμετρα μεγέθη
Αν A, B είναι ευθύγραμμα τμήματα και υπάρχει ευθύγραμμο τμήμα Γ και φυσικοί αριθμοί α, β, έτσι ώστε να είναι: Α = α. Γ και Β = β. Γ, τότε και μόνο λέμε ότι τα Α, Β είναι σύμμετρα μεταξύ τους (γράφοντας μ. Γ, όπου μ φυσικός αριθμός εννοούμε το Γ, αν μ = 1, και το τμήμα, που προκύπτει ως «άθροισμα» μ τμημάτων Γ αν μ > 1). Ο ρητός αριθμός α/β λέμε ότι είναι ο λόγος του ευθύγραμμου τμήματος Α προς το ευθύγραμμο τμήμα Β και το τμήμα Γ λέμε ότι είναι ένα κοινό μέτρο των Α και Β. Δεν συμβαίνει κάθε δύο ευθύγραμμα τμήματα να είναι σύμμετρα, δηλαδή να έχουν κοινό μέτρο. Τέτοια ευθύγραμμα τμήματα λέμε ότι είναι ασύμμετρα μεταξύ τους. Έτσι η πλευρά και η διαγώνιος ενός τετράγωνου είναι ευθύγραμμα τμήματα ασύμμετρα μεταξύ τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… …   Dictionary of Greek

  • Ευκλείδης — I (330; – 275; π.Χ.). Μαθηματικός. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του. Αραβικές πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε στην Τύρο της Συρίας και σπούδασε στην Αθήνα. Την εποχή της βασιλείας του Πτολεμαίου A’ τον κάλεσαν στην Αλεξάνδρεια για να… …   Dictionary of Greek

  • αναλογία — Στα μαθηματικά λέγεται ότι τέσσερις πραγματικοί αριθμοί, διατεταγμένοι και διάφοροι από το μηδέν, α, β, γ, δ είναι σε α. –και γράφεται α:β = γ:δ– εάν ο λόγος α/β είναι ίσος με τον λόγο γ/δ (π.χ. οι αριθμοί 2, 1, 4, 2 είναι σε α.). Αν οι αριθμοί α …   Dictionary of Greek

  • ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”